- χελιδόνειος
- -ον, Αβλ. χελιδόνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χελιδόνειος — χελῑδόνειος , χελιδόνειος masc/fem nom sg χελῑδόνειος , χελιδόνιος of the swallow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδόνιος — και χελιδόνειος, ον, θηλ. και ία, Α [χελιδών, όνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ. β. «χελιδόνιον μέλος» το τραγούδι τού χελιδονιού, λεξ. Σούδα) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
χελιδόνειον — χελῑδόνειον , χελιδόνειος masc/fem acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνειος neut nom/voc/acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονείοις — χελῑδονείοις , χελιδόνειος masc/fem/neut dat pl χελῑδονείοις , χελιδόνιος of the swallow masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονείους — χελῑδονείους , χελιδόνειος masc/fem acc pl χελῑδονείους , χελιδόνιος of the swallow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονείων — χελῑδονείων , χελιδόνειος masc/fem/neut gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow fem gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)